Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
ὀτραλέως
ὀτρηρός
ὀτρηρῶς
View word page
ὁσσάτιος

= ὅσος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁσσάτιος
Headword (normalized):
ὁσσάτιος
Headword (normalized/stripped):
οσσατιος
IDX:
7112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7113
Key:

Data

{'content': '<p>= ὅσος.</p>'}