Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
ὀτραλέως
ὀτρηρός
View word page
ὁσσάκι
[ὅσος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁσσάκι
Headword (normalized):
ὁσσάκι
Headword (normalized/stripped):
οσσακι
IDX:
7111
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7112
Key:
Data
{'content': '<p>[ὅσος.]</p>'}