Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
View word page
ὅσος

ὅσσος

-η, -ον.

ShortDef

as much/many as

Debugging

Headword:
ὅσος
Headword (normalized):
ὅσος
Headword (normalized/stripped):
οσος
IDX:
7109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7110
Key:

Data

{'content': '<p>ὅσσος</p> <p>-η, -ον.</p>'}