Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
ἀναδέχομαι
ἀναδύνω
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθήσει
ἀναθρῴσκω
ἀναίδεια
View word page
ἀναδέρκομαι

[ἀνα- 1.]

3 sing. aor. ἀνέδρακε.

ShortDef

to look up

Debugging

Headword:
ἀναδέρκομαι
Headword (normalized):
ἀναδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδερκομαι
IDX:
710
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.711
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἀνέδρακε.</p>'}