Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
View word page
ὀρωρέχαται
3 pl. pf. mid. ὀρέγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρωρέχαται
Headword (normalized):
ὀρωρέχαται
Headword (normalized/stripped):
ορωρεχαται
IDX:
7105
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7106
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pf. mid. ὀρέγω.</p>'}