Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
View word page
ὀρώρεται
3 sing. thematic pf. mid. ὄρνυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρώρεται
Headword (normalized):
ὀρώρεται
Headword (normalized/stripped):
ορωρεται
IDX:
7104
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7105
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. thematic pf. mid. ὄρνυμι.</p>'}