Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
View word page
ὄρωρε
3 sing. pf. ὄρνυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄρωρε
Headword (normalized):
ὄρωρε
Headword (normalized/stripped):
ορωρε
IDX:
7101
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7102
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. ὄρνυμι.</p>'}