Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
View word page
ὄρχος
-ου, ὁ.
ShortDef
a row of vines
Debugging
Headword:
ὄρχος
Headword (normalized):
ὄρχος
Headword (normalized/stripped):
ορχος
IDX:
7100
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7101
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}