Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
ἀναδέχομαι
ἀναδύνω
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθήσει
ἀναθρῴσκω
View word page
ἀναδέδρομε

3 sing. pf. ἀνατρέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδέδρομε
Headword (normalized):
ἀναδέδρομε
Headword (normalized/stripped):
αναδεδρομε
IDX:
709
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.710
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. ἀνατρέχω.</p>'}