Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
View word page
ἄγκος
τό.
ShortDef
a mountain glen, ravine
Debugging
Headword:
ἄγκος
Headword (normalized):
ἄγκος
Headword (normalized/stripped):
αγκος
IDX:
70
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.71
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}