Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
View word page
ὀρχηστήρ
-ῆρος, ὁ
[ὀρχέομαι.]
ShortDef
a dancer (πολέμου, warrior)
Debugging
Headword:
ὀρχηστήρ
Headword (normalized):
ὀρχηστήρ
Headword (normalized/stripped):
ορχηστηρ
IDX:
7097
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7098
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ὀρχέομαι.]</p>'}