Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
View word page
ὀρχηθμός
-οῦ, ὁ
[ὀρχέομαι.]
ShortDef
a dancing, the dance
Debugging
Headword:
ὀρχηθμός
Headword (normalized):
ὀρχηθμός
Headword (normalized/stripped):
ορχηθμος
IDX:
7096
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7097
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[ὀρχέομαι.]</p>'}