Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
View word page
ὀρχέομαι

[ὄρχος.]

3 pl. impf. ὠρχεῦντο Il. 18.594.

To dance Il. 18.594 : Od. 8.371, 378, Od. 14.465.

ShortDef

to dance in a row

Debugging

Headword:
ὀρχέομαι
Headword (normalized):
ὀρχέομαι
Headword (normalized/stripped):
ορχεομαι
IDX:
7095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7096
Key:

Data

{'content': '<p>[ὄρχος.]</p> <p>3 pl. impf. ὠρχεῦντο Il. 18.594.</p> <p>To dance Il. 18.594 : Od. 8.371, 378, Od. 14.465.</p>'}