Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
ὀρώρεται
View word page
ὄρχατος
-ου, ὁ
[ὄρχος.]
ShortDef
a row of trees
Debugging
Headword:
ὄρχατος
Headword (normalized):
ὄρχατος
Headword (normalized/stripped):
ορχατος
IDX:
7094
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7095
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ὄρχος.]</p>'}