Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
ὀρώρει
View word page
ὄρχαμος

-ου, ὁ.

ShortDef

the first of a row, a file-leader

Debugging

Headword:
ὄρχαμος
Headword (normalized):
ὄρχαμος
Headword (normalized/stripped):
ορχαμος
IDX:
7093
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7094
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}