Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρώρει
View word page
ὀρφναῖος

-η, -ον

[ὄρφνη, darkness.]

Dark, murky : νύκτα Il. 10.83=386, 276 : Od. 9.143.

ShortDef

dark, dusky, murky

Debugging

Headword:
ὀρφναῖος
Headword (normalized):
ὀρφναῖος
Headword (normalized/stripped):
ορφναιος
IDX:
7092
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7093
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ὄρφνη, darkness.]</p> <p>Dark, murky : νύκτα Il. 10.83=386, 276 : Od. 9.143.</p>'}