Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστύς
ὄρχος
ὄρωρε
View word page
ὀρφανός
-ή.
ShortDef
an orphan
Debugging
Headword:
ὀρφανός
Headword (normalized):
ὀρφανός
Headword (normalized/stripped):
ορφανος
IDX:
7091
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7092
Key:
Data
{'content': '<p>-ή.</p>'}