Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
View word page
ὀρυμαγδός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a loud noise, din

Debugging

Headword:
ὀρυμαγδός
Headword (normalized):
ὀρυμαγδός
Headword (normalized/stripped):
ορυμαγδος
IDX:
7088
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7089
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}