Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
ὀρχηστήρ
View word page
ὀρυκτός
-ή, -όν
[ὄρυκ-, ὀρύσσω.]
ShortDef
formed by digging
Debugging
Headword:
ὀρυκτός
Headword (normalized):
ὀρυκτός
Headword (normalized/stripped):
ορυκτος
IDX:
7087
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7088
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ὄρυκ-, ὀρύσσω.]</p>'}