Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηθμός
View word page
ὄρσουσα

fut. pple. fem. ὄρνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄρσουσα
Headword (normalized):
ὄρσουσα
Headword (normalized/stripped):
ορσουσα
IDX:
7086
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7087
Key:

Data

{'content': '<p>fut. pple. fem. ὄρνυμι.</p>'}