Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
View word page
ὀρσοθύρη
-ης, ἡ
[*ὄρσος = ὄρρος, rump + θύρη.]
ShortDef
a door approached by steps, a side-door
Debugging
Headword:
ὀρσοθύρη
Headword (normalized):
ὀρσοθύρη
Headword (normalized/stripped):
ορσοθυρη
IDX:
7085
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7086
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[*ὄρσος = ὄρρος, rump + θύρη.]</p>'}