Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
ὄρχατος
View word page
ὄρσεο
aor. imp. mid. ὄρνυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄρσεο
Headword (normalized):
ὄρσεο
Headword (normalized/stripped):
ορσεο
IDX:
7084
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7085
Key:
Data
{'content': '<p>aor. imp. mid. ὄρνυμι.</p>'}