Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
ὄρχαμος
View word page
ὄροσας

aor. pple. ὄρνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄροσας
Headword (normalized):
ὄροσας
Headword (normalized/stripped):
οροσας
IDX:
7083
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7084
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. ὄρνυμι.</p>'}