Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄρνυμι
ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
ὀρσοθύρη
ὄρσουσα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὀρύσσω
ὀρφανικός
ὀρφανός
ὀρφναῖος
View word page
ὄρπηξ
-ηκος, ὁ.
ShortDef
a sapling, young tree
Debugging
Headword:
ὄρπηξ
Headword (normalized):
ὄρπηξ
Headword (normalized/stripped):
ορπηξ
IDX:
7082
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7083
Key:
Data
{'content': '<p>-ηκος, ὁ.</p>'}