Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁρμή
ὅρμημα
ὅρμηνε
ὁρμίζω
ὅρμος1
ὅρμος2
ὄρνεον
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπηξ
ὄροσας
ὄρσεο
View word page
ὄροιτο

3 sing. aor. opt. mid. ὄρνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄροιτο
Headword (normalized):
ὄροιτο
Headword (normalized/stripped):
οροιτο
IDX:
7074
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7075
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. opt. mid. ὄρνυμι.</p>'}