Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὄρμενος
ὁρμή
ὅρμημα
ὅρμηνε
ὁρμίζω
ὅρμος1
ὅρμος2
ὄρνεον
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
ὁρόω
View word page
ὄρνις
-ιθος, ὁ, ἡ. ὄρνῖς Il. 24.219.
Dat. pl. ὀρνίθεσσι Il. 17.757 : Od. 22.303. ὄρνισι Il. 6.59.
ShortDef
a bird
Debugging
Headword:
ὄρνις
Headword (normalized):
ὄρνις
Headword (normalized/stripped):
ορνις
IDX:
7071
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7072
Key:
Data
{'content': '<p>-ιθος, ὁ, ἡ. ὄρνῖς Il. 24.219.</p> <p>Dat. pl. ὀρνίθεσσι Il. 17.757 : Od. 22.303. ὄρνισι Il. 6.59.</p>'}