Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὄρμενος
ὁρμή
ὅρμημα
ὅρμηνε
ὁρμίζω
ὅρμος1
ὅρμος2
ὄρνεον
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
ὄροφος
View word page
ὄρνεον

τό

[cf. ὄρνις.]

A bird Il. 13.64.

ShortDef

a bird

Debugging

Headword:
ὄρνεον
Headword (normalized):
ὄρνεον
Headword (normalized/stripped):
ορνεον
IDX:
7070
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7071
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. ὄρνις.]</p> <p>A bird Il. 13.64.</p>'}