Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὅρκος
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὄρμενος
ὁρμή
ὅρμημα
ὅρμηνε
ὁρμίζω
ὅρμος1
ὅρμος2
ὄρνεον
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀροθύνω
ὄροιτο
ὄρομαι
ὄρος
ὀρός
ὀρούω
ὀροφή
View word page
ὅρμος2

-ου, ὁ.

ShortDef

a cord, chain, anchorage

Debugging

Headword:
ὅρμος2
Headword (normalized):
ὅρμος
Headword (normalized/stripped):
ορμος2
IDX:
7069
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7070
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}