Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
ἀναδέχομαι
ἀναδύνω
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀναθηλέω
View word page
ἀναγνάμπτω

[ἀνα- 3.]

3 pl. aor. ἀνέγναμψαν Od. 14.348.

3 sing. aor. pass. ἀνεγνάμφθη Il. 3.348, Il. 6.259, Il. 17.44.

ShortDef

to bend back

Debugging

Headword:
ἀναγνάμπτω
Headword (normalized):
ἀναγνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
αναγναμπτω
IDX:
706
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.707
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 3.]</p> <p>3 pl. aor. ἀνέγναμψαν Od. 14.348.</p> <p>3 sing. aor. pass. ἀνεγνάμφθη Il. 3.348, Il. 6.259, Il. 17.44.</p>'}