Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄρηται
ὄρθαι
ὄρθιος
ὀρθόκραιρος
ὀρθός
ὀρθόω
ὀρίνω
ὅρκιον
ὅρκος
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὄρμενος
ὁρμή
ὅρμημα
ὅρμηνε
ὁρμίζω
ὅρμος1
ὅρμος2
ὄρνεον
ὄρνις
View word page
ὁρμαίνω

[ὁρμάω.]

3 sing. aor. ὅρμηνε Il. 21.137.

3 pl. ὅρμηναν Od. 2.156.

ShortDef

to turn over

Debugging

Headword:
ὁρμαίνω
Headword (normalized):
ὁρμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ορμαινω
IDX:
7061
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7062
Key:

Data

{'content': '<p>[ὁρμάω.]</p> <p>3 sing. aor. ὅρμηνε Il. 21.137.</p> <p>3 pl. ὅρμηναν Od. 2.156.</p>'}