Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
ὀρεκτός
ὀρέξω
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκῷος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὄρεσφι
ὀρεχθέω
ὅρηαι
ὄρηται
ὄρθαι
ὄρθιος
ὀρθόκραιρος
ὀρθός
View word page
ὀρεσκῷος

[ὀρεσ-, ὄρος + (poss.) a second element conn. with κοῖτος, κεῖμαι.]

ShortDef

lying on mountains, mountainbred

Debugging

Headword:
ὀρεσκῷος
Headword (normalized):
ὀρεσκῷος
Headword (normalized/stripped):
ορεσκωος
IDX:
7045
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7046
Key:

Data

{'content': '<p>[ὀρεσ-, ὄρος + (poss.) a second element conn. with κοῖτος, κεῖμαι.]</p>'}