Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀπυίω
ὄπωπα
ὀπωπή
ὀπώρη
ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
ὀρεκτός
ὀρέξω
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκῷος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὄρεσφι
ὀρεχθέω
ὅρηαι
ὄρηται
View word page
ὀρεκτός

-ή, -όν

[ὀρεκ-, ὀρέγω.]

ShortDef

stretched out

Debugging

Headword:
ὀρεκτός
Headword (normalized):
ὀρεκτός
Headword (normalized/stripped):
ορεκτος
IDX:
7041
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7042
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ὀρεκ-, ὀρέγω.]</p>'}