Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀπτάω
ὀπτήρ
ὀπτός
ὀπυίω
ὄπωπα
ὀπωπή
ὀπώρη
ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
ὀρεκτός
ὀρέξω
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκῷος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὄρεσφι
View word page
ὄργυια

[ὀργ-, ὀρέγω.]

ShortDef

the length of the outstretched arms

Debugging

Headword:
ὄργυια
Headword (normalized):
ὄργυια
Headword (normalized/stripped):
οργυια
IDX:
7038
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7039
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ὀργ-, ὀρέγω.]</p>'}