Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁπποτέρωθεν
ὅππως
ὀπταλέος
ὀπτάω
ὀπτήρ
ὀπτός
ὀπυίω
ὄπωπα
ὀπωπή
ὀπώρη
ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
ὀρεκτός
ὀρέξω
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκῷος
View word page
ὀπωρινός

[ὀπώρη.]

ShortDef

at the time of late summer

Debugging

Headword:
ὀπωρινός
Headword (normalized):
ὀπωρινός
Headword (normalized/stripped):
οπωρινος
IDX:
7035
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7036
Key:

Data

{'content': '<p>[ὀπώρη.]</p>'}