Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὅππως
ὀπταλέος
ὀπτάω
ὀπτήρ
ὀπτός
ὀπυίω
ὄπωπα
ὀπωπή
ὀπώρη
ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
ὀρεκτός
ὀρέξω
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
View word page
ὀπώρη
-ης, ἡ.
ShortDef
late summer
Debugging
Headword:
ὀπώρη
Headword (normalized):
ὀπώρη
Headword (normalized/stripped):
οπωρη
IDX:
7034
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7035
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}