Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁπποῖος
ὁππόσε
ὁππόσος
ὁππότε
ὁππότερος
ὁπποτέρωθεν
ὅππως
ὀπταλέος
ὀπτάω
ὀπτήρ
ὀπτός
ὀπυίω
ὄπωπα
ὀπωπή
ὀπώρη
ὀπωρινός
ὅπως
ὁράω
ὄργυια
ὀρέγνυμι
ὀρεῖται
View word page
ὀπτός
Roasted, roast Od. 4.66, Od. 16.443, Od. 22.21.
ShortDef
roasted, broiled
visible
Debugging
Headword:
ὀπτός
Headword (normalized):
ὀπτός
Headword (normalized/stripped):
οπτος
IDX:
7030
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7031
Key:
Data
{'content': '<p>Roasted, roast Od. 4.66, Od. 16.443, Od. 22.21.</p>'}