Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνά
ἄνα1
ἄνα2
ἀναβαίνω
ἀναβάλλω
ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
View word page
ἀναβρόχω

[ἀνα- 6 + βρόχω, to swallow.]

3 sing. aor. opt. ἀναβρόξειε Od. 12.240.

Neut. aor. pple. pass. ἀναβροχέν Od. 11.586.

(κατα-.)

ShortDef

gulp back

Debugging

Headword:
ἀναβρόχω
Headword (normalized):
ἀναβρόχω
Headword (normalized/stripped):
αναβροχω
IDX:
701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.702
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 6 + βρόχω, to swallow.]</p> <p>3 sing. aor. opt. ἀναβρόξειε Od. 12.240.</p> <p>Neut. aor. pple. pass. ἀναβροχέν Od. 11.586.</p> <p>(κατα-.)</p>'}