Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄν
ἀνά
ἄνα1
ἄνα2
ἀναβαίνω
ἀναβάλλω
ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
View word page
ἀναβρέχω

[ἀνα- 6 + βρέχω, to wet.]

3 sing. pf. ἀναβέβροχε.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναβρέχω
Headword (normalized):
ἀναβρέχω
Headword (normalized/stripped):
αναβρεχω
IDX:
700
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.701
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 6 + βρέχω, to wet.]</p> <p>3 sing. pf. ἀναβέβροχε.</p>'}