Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄν
ἄν
ἀνά
ἄνα1
ἄνα2
ἀναβαίνω
ἀναβάλλω
ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
View word page
ἀναβράχω

[ἀνα- 6.]

3 sing. aor. ἀνέβραχε.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναβράχω
Headword (normalized):
ἀναβράχω
Headword (normalized/stripped):
αναβραχω
IDX:
699
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.700
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 6.]</p> <p>3 sing. aor. ἀνέβραχε.</p>'}