Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγηνορίη
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
View word page
ἀγκοίνη
ἡ = ἀγκαλίς Il. 14.213: Od. 11.261, 268.
ShortDef
the bent arm; see ἄγκοινα
Debugging
Headword:
ἀγκοίνη
Headword (normalized):
ἀγκοίνη
Headword (normalized/stripped):
αγκοινη
IDX:
69
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.70
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ = ἀγκαλίς Il. 14.213: Od. 11.261, 268.</p>'}