Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
ὀξύς
ὀπάζω
ὄπατρος
ὀπάων
ὅπῃ
ὀπηδέω
ὀπίζομαι
ὄπιθε
ὀπιπεύω
ὄπις
View word page
ὀξυόεις

-εντος

[ὀξύς.]

ShortDef

made of beech wood (or: sharp pointed)

Debugging

Headword:
ὀξυόεις
Headword (normalized):
ὀξυόεις
Headword (normalized/stripped):
οξυοεις
IDX:
6992
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6993
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος</p> <p>[ὀξύς.]</p>'}