Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
ὀξύς
ὀπάζω
ὄπατρος
ὀπάων
ὅπῃ
ὀπηδέω
View word page
ὀνοστός
[ὀνοσ-, ὄνομαι.]
ShortDef
to be blamed
Debugging
Headword:
ὀνοστός
Headword (normalized):
ὀνοστός
Headword (normalized/stripped):
ονοστος
IDX:
6988
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6989
Key:
Data
{'content': '<p>[ὀνοσ-, ὄνομαι.]</p>'}