Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
ὀξύς
ὀπάζω
ὄπατρος
ὀπάων
ὅπῃ
View word page
ὀνόσσεται

3 sing. fut. ὄνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνόσσεται
Headword (normalized):
ὀνόσσεται
Headword (normalized/stripped):
ονοσσεται
IDX:
6987
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6988
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. fut. ὄνομαι.</p>'}