Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
ὀξύς
ὀπάζω
ὄπατρος
View word page
ὄνοσαι
2 sing. pres. ὄνομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄνοσαι
Headword (normalized):
ὄνοσαι
Headword (normalized/stripped):
ονοσαι
IDX:
6985
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6986
Key:
Data
{'content': '<p>2 sing. pres. ὄνομαι.</p>'}