Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
ὀξύς
View word page
ὀνόμηνε

3 sing. aor. ὀνομαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνόμηνε
Headword (normalized):
ὀνόμηνε
Headword (normalized/stripped):
ονομηνε
IDX:
6983
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6984
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ὀνομαίνω.</p>'}