Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
ὀνοστός
ὄντας
ὄνυξ
ὀξυβελής
ὀξυόεις
View word page
ὀνομαστός

-ή, -όν

[ὀνομάζω.]

ShortDef

named, to be named

Debugging

Headword:
ὀνομαστός
Headword (normalized):
ὀνομαστός
Headword (normalized/stripped):
ονομαστος
IDX:
6982
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6983
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ὀνομάζω.]</p>'}