Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
ὄνος
ὄνοσαι
ὀνόσαιτο
ὀνόσσεται
View word page
ὀνομάζω
[ὄνομα.]
2 sing. aor. ὠνόμασας Od. 24.339.
ShortDef
to name
Debugging
Headword:
ὀνομάζω
Headword (normalized):
ὀνομάζω
Headword (normalized/stripped):
ονομαζω
IDX:
6977
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6978
Key:
Data
{'content': '<p>[ὄνομα.]</p> <p>2 sing. aor. ὠνόμασας Od. 24.339.</p>'}