Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
ὀνόμηνε
View word page
ὄνησις
ἡ
[ὀνίνημι.]
ShortDef
use, profit, advantage, good luck
Debugging
Headword:
ὄνησις
Headword (normalized):
ὄνησις
Headword (normalized/stripped):
ονησις
IDX:
6973
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6974
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ὀνίνημι.]</p>'}