Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομαστός
View word page
ὀνήσει

3 sing. fut. ὀνίνημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνήσει
Headword (normalized):
ὀνήσει
Headword (normalized/stripped):
ονησει
IDX:
6972
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6973
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. fut. ὀνίνημι.</p>'}