Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
View word page
ὄνειρος

ὁ. Also ὄνειρον, τό Od. 4.841.

Acc. pl. (besides ὀνείρους) ὀνείρατα Od. 20.87.

ShortDef

a dream

Debugging

Headword:
ὄνειρος
Headword (normalized):
ὄνειρος
Headword (normalized/stripped):
ονειρος
IDX:
6970
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6971
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ. Also ὄνειρον, τό Od. 4.841.</p> <p>Acc. pl. (besides ὀνείρους) ὀνείρατα Od. 20.87.</p>'}